Καισαρέων

Καισαρέων
Καισάρης
masc gen pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καισαρεών — και Καισάρειος και Καισάριος, ὁ (Α) (ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖσαρ, αναλογικά προς άλλες ονομασίες μηνών, πρβλ. Ποσειδ εών] …   Dictionary of Greek

  • Καισάρειος — α, ο (Α καισάρειος, ον θηλ. και εία) αυτός που ανήκει στον καίσαρα, καισαρικός, αυτοκρατορικός αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Καισάρειος και ιος (ενν. μήν) Καισαρεών* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί Καισάρειοι οι απελεύθεροι τού Καίσαρος 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”